Ο φωτογράφος Θοδωρής Νικολάου εδώ και ένα χρόνο καταγράφει τη μοίρα όσων έμειναν πίσω. Όσων ζουν και εργάζονται στα καμμένα.
Πέρασε ένας χρόνος. Οι κάμερες και οι δημοσιογράφοι έχουν αποχωρήσει προ πολλού από το νησί. Τις επόμενες ημέρες μονάχα θα τελεσθεί κάτι που θα θυμίζει ετήσιο τηλεοπτικό μνημόσυνο. Αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων γεγονότων. Να τα «μικραίνει» και να τα λειαίνει ο τηλεοπτικός χρόνος, η προσπάθεια των ανθρώπων να προχωρήσουν ή και να ξεχάσουν, η πολιτική σκοπιμότητα.
Ποια είναι όμως η μοίρα όσων έμειναν πίσω, όταν αποχώρησαν οι κάμερες; Τι γίνεται με τους Ευβοιώτες; Που θα αφηγηθούν τη μνήμη τους και πως θα μεταφερθεί αυτή; Όλοι γνωρίζουμε τι έγινε πέρυσι τον Αύγουστο στο βόρειο κομμάτι του νησιού. Για πολλούς και κυρίως τους κατοίκους της βόρειας Εύβοιας, εκείνο το δεκαήμερο είναι μια ανοιχτή πληγή που αναδύει στάχτες. Τον Σεπτέμβρη όμως; Τον Οκτώβρη, τον Δεκέμβρη, τον Φεβρουάριο, τον Μάη; Όλους αυτούς τους ενδιάμεσους μήνες, τι έκαναν οι βορειοευβοιώτες, πως τον έβγαλαν τον χειμώνα, πρασίνισε καθόλου ο τόπος; Τα έφεραν βόλτα με τις οικονομίες τους, αν είχαν; Και με τις πλημμύρες, τι έγινε με τις πλημμύρες τον Οκτώβρη;
Η Βασιλική και ο Κωστής από την Αγία Άννα έβαλαν νέες ρίζες ελιές. Και οι δυο τους έχουν περάσει τα 70. Πολύ πιθανό να μην τις δουν να δίνουν τον καλό καρπό. Είναι όμως τα παιδιά και τα εγγόνια πίσω. Γιατί εκτός από τα μνήματα των προγόνων τους και τις διηγήσεις των γονιών και των παππούδων τους, με τον τόπο τους τα δένει το χώμα και ο καρπός. Έτσι διαιωνίζεται το σόι στα χωριά, με τη γη, όχι ως ιδιοκτησία, αλλά ως αίμα. Ο Δημήτρης κλείνει τα δεκαεπτά. Προσπαθεί, λέει, να φανταστεί το μέλλον του, χωρίς όμως να αφαιρέσει από τη σκέψη του τον τόπο που γεννήθηκε, το Καστρί. «Ούτε σχολές, ούτε Πανεπιστήμια. Θα το πάρω το καΐκι, θα το δεις», λέει και ξαναλέει κάθε φορά που επισκέπτομαι την οικογένεια. Δεινός ψαράς και δύτης ο ίδιος, πήρε τη λόξα του πατέρα του με τη θάλασσα. Η Ντίνα, κάθε που συννέφιαζε ο ουρανός, στεκόταν στο παράθυρο. Μια μέρα μονολογούσε: «Το ένα φέρνει το άλλο. Η φωτιά την πλημμύρα. Να προσέχεις μικρέ. Να τα κόψεις τα πολλά πέρα – δώθε». Ο Θανάσης από την Κοκκινομηλιά όλο το χειμώνα προσπαθούσε να μαζέψει ξύλα για να ζεσταθεί. Τι ειρωνεία. Μέχρι πριν λίγο καιρό να ζεις μέσα στο δάσος και σε δύο χρόνια το πολύ να αναζητάς ξύλα για τη σόμπα. Το σπίτι του είναι δίπλα από τα ερείπια πλέον του ναού των Ταξιαρχών, που ήταν γνωστός για το γύψινο τέμπλο του και τα ψηφιδωτά.
Όλοι ακούσαμε για τα χωριά που κάηκαν. Για κάποια από αυτά δεν μάθαμε ποτέ πως λέγονταν. Αγριοβότανο, Αχλάδι, Σκεπαστή, Κοτσικιά, Αμέλαντες, Καματριάδες, Ασμήνι. Να τα σημειώσουμε, να τα θυμόμαστε. Και οι άνθρωποι έχουν όνομα. Ούτε αυτά τα ονόματα ακούσαμε στα δελτία ειδήσεων: Χάρης, Σοφία, Ελένη, Μαριανίκη, Στάθης, Αθηνά, Μαρία, Αντώνης.
Η Βόρεια Εύβοια θα ξαναγίνει πράσινη. Αυτός είναι ο ιστορικός της προορισμός, αν τη σεβαστεί ο άνθρωπος και το κεφάλαιο, όπως χιλιάδες χρόνια τώρα. Τα όνειρα των ανθρώπων θα μαλακώσουν, η ζωή θα συνεχιστεί. Ήδη έχουν σκάσει τα πρώτα πεύκα.
Υπάρχουν ακόμα δύο μεγάλα κομμάτια δάσους, τα οποία κάτοικοι, εθελοντές, φορείς και κράτος πρέπει να διαφυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού. Το ένα ανεβαίνοντας προς τον Άγιο, το δεύτερο στο βορειότερο κομμάτι του νησιού.
Αλίμονό μας αν χαθούν.